- λινοφακός
- λῐνο-φακός, ὁ,A flax mixed with lentils, PLille1.31.14 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λινοφακός — λινοφακός, ὁ (Α) λίνο αναμεμιγμένο με φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + φακός «φακή», (πρβλ. δί φακος, ολό φακος)] … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek